- αψηλωτός
- η , ό1) высокий (о крыше); 2) высокий и узкий, вытянутый вверх (о колокольне, об окнах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψήλωτος — η, ο αυτός που δεν ψήλωσε, δεν πήρε το κανονικό ύψος: Ύστερα από τα δεκάξι έμεινε αψήλωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αψηλωτός — ή, ό ανυψωμένος: Η οροφή ήταν αψηλωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)